Πανσπουδαστική, Αθήνα, 31 Μαΐου 1956 - Απριλίου 1967, αρ. τχ. 1-53. Επίσημοι εκδότες-ιδιοκτήτες: Βασίλης Μαντέλης (τχ. 1-48), Μαρία Μαρουλάκου (τχ. 49-53). Στην πραγματικότητα εκδότης-ιδιοκτήτης της ήταν το ΚΚΕ.
Το σημαντικότερο φοιτητικό έντυπο των μεταπολεμικών χρόνων. Διέκοψε την κυκλοφορία του λίγο πριν την επιβολή της δικτατορίας αποτελώντας ολοκληρώνοντας τη δημοσιογραφική του ζωή μετά από δέκα χρόνια και έντεκα μήνες με ένα σώμα που απαρτίζεται συνολικά από 1.214 σελίδες.
Τρεις προγραμματικές διακηρύξεις (editorials), η πρώτη -όπως συνηθίζεται στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο- στο τεύχος 1, η δεύτερη στο τεύχος 25 (Δεκέμβριος 1960) και η τρίτη στο τεύχος 49 (Ιανουάριος 1965)- σηματοδοτούν την έναρξη τριών εκδοτικών φάσεων του εντύπου. Τα εξωτερικά και τα εσωτερικά χαρακτηριστικά της κάθε μιας εκδοτικής φάσης είναι τόσο διαφορετικά μεταξύ τους όσο και οι χρονικές περίοδοι που αυτές καλύπτουν. Η Α΄ περίοδος, από την αρχή της κυκλοφορίας της Πανσπουδαστικής μέχρι τον Μάιο του 1960 (1-24 τεύχη), διακρίνεται από την αγωνία των φοιτητών να καθορίσουν οι ίδιοι την τύχη τους στο πλαίσιο μιας κοινωνίας που ακόμη δεν αναγνώριζε τα δικαιώματα της νεότητας και από τη στάση προς τους φοιτητές ενός κράτους που προσπαθούσε να μεταρρυθμίσει την Ανώτατη Εκπαίδευση με αστυνομικά μέτρα και βία. Η Β΄ περίοδος, από τον Δεκέμβριο του 1960 (25-48 τεύχη) μέχρι τον Μάιο του 1964, χαρακτηρίζεται από την ομοθυμία των προοδευτικών φοιτητών μπροστά στον «άνεμο της αλλαγής» της δεκαετίας του ’60 με αιτήματα τον εκδημοκρατισμό, τη συμμετοχή και το σεβασμό στα ακαδημαϊκά, ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Και η Γ΄ και τελευταία περίοδος, από τον Ιανουάριο του 1966 μέχρι τον Απρίλιο του 1967 (49-53 τεύχη) ύστερα από διακοπή 18 μηνών, φέρει αφενός τη σφραγίδα της διάσπασης του δημοκρατικού φοιτητικού μετώπου με αφορμή τους συμβιβασμούς, τις παλινωδίες και τις οπισθοχωρήσεις του Κέντρου που ήταν πλέον κυβέρνηση, καθώς και της ρήξης στους κόλπους της φοιτητικής αριστεράς και αφετέρου φέρει τη σφραγίδα του προ των πυλών φασισμού.
Η δεύτερη περίοδος της Πανσπουδαστικής, δηλαδή από τα τεύχη 25 έως 48 και ιδιαιτέρως από τα τεύχη 32 (Νοέμβριο του 1961) έως 48 τεύχος, η πλέον ανθηρή και ευπώλητη, χαρακτηρίζεται από τον πλούτο του περιεχομένου της, την πολυθεματικότητά της, την υψηλή της αισθητική, το συνδυασμό πολιτικού πολιτισμού και πνευματικότητας και από τον άνεμο της ανανέωσης της δεκαετίας του '60.
Η έκδοση της Πανσπουδαστικής μοιραία ακολούθησε την εκρηκτική εκδοτική παραγωγή της ΕΔΑ που ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1951, με την ιδρυτική διακήρυξή της και κορυφώθηκε προοδευτικά από τον Ιούνιο του 1956 -Α΄ Συνδιάσκεψη- μέχρι τον Απρίλιο του 1967, με την επιβολή της δικτατορίας. Εξάλλου λίγο πριν από αυτήν (Δεκέμβριο του 1954/Ιανουάριο του 1955) είχε κάνει την εμφάνισή της η Επιθεώρηση Τέχνης. Με την έκδοσή τους τα δύο αυτά έντυπα σήμαναν το τέλος της μετεμφυλιακής εποχής και σημάδεψαν τον περιοδικό Τύπο στη χώρα μας.
Γέννημα-θρέμμα της εποχής της, η Πανσπουδαστική, είναι το νεανικό έντυπο που εγκαίρως στη χώρα μας πραγματοποίησε με τον πιο επίσημο τρόπο την έναρξη της περίφημης “ανόδου των νέων”, παγκόσμιο φαινόμενο που μαζικά πλέον σημειώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Η έκδοσή της ήταν απότοκος του γενικότερου κλίματος για έξοδο των νέων από την εγκατάλειψη και πιο συγκεκριμένα των φοιτητών από τη μετεμφυλιακή μοναξιά. Ήταν ένα εκδοτικό γεγονός που ήλθε να δώσει ιδέες και προτάσεις στην προσπάθεια για ανασυγκρότηση της παιδείας, η οποία είχε αναδειχθεί σε ζήτημα πρώτης προτεραιότητας για την Ελλάδα και τον κόσμο. Για τη χώρα μας η κυκλοφορία της έπαιξε ρόλο για την αναγκαία ενημέρωση των φοιτητών, ιδιαιτέρως, μετά την περιορισμένης έκτασης αναδιοργάνωση της παιδείας που έφερε η Επιτροπή Παιδείας, που συγκροτήθηκε στις 14 Ιουλίου 1957.
Η Πανσπουδαστική πληροφόρησε φοιτητές και κοινή γνώμη για τα ζητήματα της παιδείας και ιδιαιτέρως της ανωτάτης, ενεργοποίησε και κινητοποίησε τους φοιτητές, και τους έθεσε σιγά σιγά στην τροχιά ενός φοιτητικού συνδικαλισμού, ενός πολιτικού, ωρίμου εν δυνάμει, θεσμού οι αποφάσεις του οποίου στην κορυφαία του στιγμή, στο Δ΄ Πανσπουδαστικό Συνέδριο, το 1964 πρόσφεραν στη χώρα τον καταστατικό χάρτη για την παιδεία. Αποτέλεσε μια συλλογική προσπάθεια αριστερών φοιτητών που άνοιξε δρόμους στον πολυάριθμο και πολυφωνικό φοιτητικό τύπο.
Οι σελίδες της δεν κάλυψαν μόνο το κενό της ενημέρωσης των φοιτητών στα προβλήματα της παιδείας και ιδιαίτερα της ανώτατης σε όλες τις διαστάσεις, αλλά κάλυψαν την έλλειψη ενημέρωσής τους και στην πολιτική, την εκπαιδευτική πολιτική, το συνδικαλισμό, τις επιστήμες, τις τέχνες, τα γράμματα, τον ελληνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πολιτισμό και συνέβαλαν στην αφομοίωση του έργου της πνευματικής αριστεράς του καιρού της. Πρωτίστως, όμως, έριξαν φως στα άμεσα καυτά μικρά ή μεγάλα φοιτητικά προβλήματα των σπουδών και της καθημερινής φοιτητικής ζωής. Επίσης οι σελίδες της έγιναν αφορμή για τη γέννηση της «σπουδαστικής δημοσιογραφίας», όπως οι ίδιοι, ακριβώς, χαρακτήρισαν την προσπάθειά τους, γιατί απευθυνόταν σε ειδικό κοινό, τη σπουδάζουσα νεολαία, για να δίνουν βήμα στους φοιτητές, όταν η φιλοξενία τους στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο ήταν αποκλεισμένη. Η Πανσπουδαστική τους πρόσφερε ευκαιρίες, ώστε να πλαισιώνουν, να βοηθούν, να συνεργάζονται, να δοκιμάζουν τις ικανότητές τους, να αναμετριούνται με τις δυνατότητές τους. Συνέβαλε στην άνδρωση αγωνιστών και αγωνιστριών με πολιτικό ήθος και συνδικαλιστικές αρετές που αν και κουβαλούσαν τη βαριά κληρονομιά του εμφυλίου και βίωσαν τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του αστυνομικού μετεμφυλιακού κράτους, καθώς και τις αμφισβητήσεις και διασπάσεις της Αριστεράς κατάφεραν να βάλλουν τη σφραγίδα τους στη μορφωτική-πολιτιστική επανάσταση της δεκαετίας του '60. Η πανελλήνια εμβέλειά της και η διεθνής της αναγνώριση συνέβαλλαν σιγά σιγά στη μετατροπή του φοιτητικού κινήματος από αθηνοκεντρικό σε πανελλήνιο, από σπουδαστικό σε παλλαϊκό, από επαρχιώτικο σε κοσμοπολίτικο και από εθνικό σε διεθνές και συνέτειναν στη χαλάρωση του φοβικού και εσωστρεφούς κλίματος της ελληνικής πολιτικής ζωής. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι σελίδες της αποκτούν, όταν λάβει κανείς υπόψη ότι πολλοί από τους συντάκτες της, νέοι τότε, είναι σήμερα δραστήρια μέλη της πολιτικής, κοινωνικής και πνευματικής ζωής.
Καίτη Τοπάλη